- ακριτόχειρος
- ἀκριτόχειρος, -ον (Α)αυτός που έχει αναρίθμητα χέρια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκριτος + -χειρος < χείρ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκριτόχειρα — ἀκριτόχειρος with countless hands neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκριτος — (I) η, ο (Α ἄκριτος, ον) 1. αυτός που δεν έχει κρίση, δεν κρίνει ή δεν μπορεί να κρίνει κάτι 2. (για λόγους ή πράξεις) αλόγιστος, απερίσκεπτος, επιπόλαιος 3. (για πρόσωπα και υποθέσεις) αυτός που δεν πέρασε από δίκη, δεν κρίθηκε, αδίκαστος,… … Dictionary of Greek
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek